- απροσφωνητος
- ἀπροσφώνητοςἀ-προσφώνητος21) которому не говорят ни слова (nos ἀπροσφωνήτους relinquebat Cic.)2) не указанный, незамеченный
(ἀθέατος καὴ ἀ. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀθέατος καὴ ἀ. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απροσφώνητος — ἀπροσφώνητος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει προσφωνηθεί, που δεν τον έχουν χαιρετίσει 2. απαρατήρητος … Dictionary of Greek
ἀπροσφώνητος — not accosted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσφώνητον — ἀπροσφώνητος not accosted masc/fem acc sg ἀπροσφώνητος not accosted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσφωνήτους — ἀπροσφώνητος not accosted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)