απροσφωνητος

απροσφωνητος
    ἀπροσφώνητος
    ἀ-προσφώνητος
    2
    1) которому не говорят ни слова (nos ἀπροσφωνήτους relinquebat Cic.)
    2) не указанный, незамеченный
    

(ἀθέατος καὴ ἀ. Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "απροσφωνητος" в других словарях:

  • απροσφώνητος — ἀπροσφώνητος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει προσφωνηθεί, που δεν τον έχουν χαιρετίσει 2. απαρατήρητος …   Dictionary of Greek

  • ἀπροσφώνητος — not accosted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσφώνητον — ἀπροσφώνητος not accosted masc/fem acc sg ἀπροσφώνητος not accosted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσφωνήτους — ἀπροσφώνητος not accosted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»